- συνενίζω
- συνενίζω,A = συνενόω, in [voice] Pass.,
πρός τι Procl.in Prm.p.530S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τι Procl.in Prm.p.530S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνενιζόμεναι — συνενίζω pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνενίζεται — συνενίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνενίζοντες — συνενίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)